- κρυφοτρώγω
- (αόρ. (ε)κρυφόφαγα) μετ. незаметно, потихоньку точить, грызть, глодать;
τον κρυφοτρώγει η λύπη — его гложет тоски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τον κρυφοτρώγει η λύπη — его гложет тоски
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυφοτρώγω — τρώγω κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφοφάγωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του κρυφοτρώγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)